- μεταστρατοπεδεύειν
- μεταστρατοπεδεύωshift one's groundpres inf act (attic epic)μεταστρατοπεδεύωshift one's groundpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… … Dictionary of Greek